- πηγάζω
- ΝΜΑ [πηγή]1. (για νερό και άλλα ρευστά) αναβρύζω, αναβλύζω, ξεπηδώ2. μτφ. εκπηγάζω, προέρχομαι, απορρέω (α. «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό» β. «διὰ γυναικὸς πηγάζει τὰ κρείττονα», Κασσ.γ. «ζωὴ μὲν ἐκ Θεοῡ πηγάζουσα, διὰ δὲ τοῡ Υἱοῡ προϊοῡσα, ἐν δὲ τῷ Πνεύματι ἐνεργουμένη», Γρηγ. Νύσσ.)νεοελλ.(για ποταμό) έχω τις πηγές μου («ο Νείλος πηγάζει από τα οροπέδια τής Αιθιοπίας»)μσν.-αρχ.1. παρέχω νερό, βγάζω νερό («πέτρα δὲ διψῶσιν ἐπήγαζε», Γρηγ. Ναζ.)2. παρέχω, χαρίζω άφθονα (α. «Χριστὸς πηγάζων τὸ θεῑον νᾱμα τοῑς διψῶσι», Ωριγ.β. «ἔρημος ἄρτους ἐπήγαζεν», Βασ. Σελ.)3. δροσίζω, ποτίζω («ποίμνην... τοῑς λόγοις ἐπήγασα», Γρηγ. Ναζ)4. παράγω, δημιουργώ («πηγάζει ζωὴν νοεράν», Πρόκλ.)5. παράγω ρευστό, αναβλύζω κάτι (α. «πηγάζοντες μαστοί», Φίλ.β. «νᾱμα μέλισσα πηγάζει, Αντίφιλ.γ. «ἐκ φλογὸς τοῑς ὁσίοις δρόσον ἐπήγασας», Μηναί.).
Dictionary of Greek. 2013.